- Τυδεύς (-έας)
- Μυθολογικό πρόσωπο, γιος του Οινέα, βασιλιά της Καλυδώνας, και της Περίβοιας, πατέρας του Διομήδη. Επειδή, στη διάρκεια ενός κυνηγιού σκότωσε άθελά του τον θείο του Άλκαθρο, ή, κατά άλλη εκδοχή, τον θείο του Μέλανα και τους γιους του, αναγκάστηκε να καταφύγει στο βασιλιά του Άργους Άδραστο· εκεί νυμφεύτηκε την κόρη του Δηιπύλη. Πήρε μέρος με τον Άδραστο στην εκστρατεία των Επτά επί Θήβας, και, πριν αρχίσουν οι εχθροπραξίες, τον έστειλαν στη Θήβα με την εντολή να επιδιώξει συμβιβασμό. Βρήκε τους Θηβαίους αρχηγούς να κάθονται σε συμπόσιο με τον βασιλιά τους Ετεοκλή. Αρνήθηκαν να τον ακούσουν, και τότε εκείνος τους κάλεσε έξω για αγώνα, και τους νίκησε τον έναν μετά τον άλλο. Στην επιστροφή του οι Θηβαίοι, για να τον εκδικηθούν, του έστησαν ενέδρα. Έβαλαν πενήντα νέους να τους περιμένουν με την αρχηγία δύο ανδρών. Όμως, με τη βοήθεια της Αθηνάς, ο Τ. τους σκότωσε όλους, εκτός από έναν, τον Μαίωνα, γιο του Αίμονα, που κατόρθωσε να διαφύγει. Στην καταστρεπτική μάχη κάτω από τα τείχη της Θήβας, ο Τ. πληγώθηκε θανάσιμα από τον Θηβαίο Μελάνιππο. Με την άδεια του Δία, η Αθηνά εμφανίστηκε για να τον ξαναφέρει στη ζωή και να τον κάνει αθάνατο. Τότε ο παλιός του ανταγωνιστής, ο Αμφιάραος, ήρθε μπροστά του και απόθεσε στα πόδια του το κεφάλι του Μελάνιππου, που μόλις είχε σκοτώσει. O Τ., μέσα στο θυμό του, έκοψε το κρανίο του φονιά του και έφαγε τον εγκέφαλό του. Το σώμα του το έθαψε ο Μαίων, από ευγνωμοσύνη επειδή ο Τ. τον είχε αφήσει να διαφύγει όταν σκότωσε τους 50 νέους της Θήβας.
Dictionary of Greek. 2013.